Ας ξεκινήσουμε έτσι:
«Η διαδικασία συγκρότησης της εργατικής τάξης στη Δύση, η κυριαρχία των
καπιταλιστικών σχέσεων στην παραγωγή και η έλευση της μαζικής δημοκρατίας, στο
γύρισμα του εικοστού αιώνα, συμπορεύονταν με τη βαθμιαία κατίσχυση του
μαρξισμού ως εκείνης της καθολικής θεωρητικής στάσης μέσα από την οποία
μπορούσε να ερμηνευτεί τόσο η κοινωνική πραγματικότητα στην ολότητά της όσο
και η συλλογική δράση στη μερικότητά της. Το ταξικό σχήμα ανάλυσης, κυρίαρχο
στην ευρωπαϊκή ήπειρο, εμφάνισε τα πρώτα σημάδια αδυναμίας, κατά την περίοδο
του μεσοπολέμου, τη στιγμή της ανόδου των φασιστικών, εθνικιστικών και
αυταρχικών κινημάτων. Η επαναβεβαίωσή του κατά τις πρώτες μεταπολεμικές
δεκαετίες αποδείχτηκε πρόσκαιρη και σύντομα οδήγησε στο σχετικό παραμερισμό
του, όχι τόσο λόγω της ανάδειξης κάποιου πειστικότερου θεωρητικού σχήματος,
αλλά μάλλον εξ αιτίας της κατάρρευσης των κοινωνιών εκείνων που δομήθηκαν
αντιληπτικά γύρω από την αρχή της ταξικότητας. Δίχως ο κόσμος και οι κοινωνίες να
πάψουν να είναι ταξικές -θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι σήμερα παρά ποτέ
άλλοτε οι κοινωνίες είναι ακόμα ταξικότερες- οι άνθρωποι, ως άτομα και ως
συλλογικότητες, έπαψαν να κατανοούν τον κόσμο και τον εαυτό τους αποκλειστικά
με όρους ταξικής ένταξης και διαίρεσης».
Ακριβώς λοιπόν αυτό είναι και η αιτία , δηλαδή η μη κατανόηση της πραγματικότητας όπως οι ίδιοι οι άνθρωποι, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο αποδέχονται, που το ΚΚΕ και ο συνδικαλιστικός του βραχίωνας δεν θέλει να το παραδεχτεί ότι συμβαίνει. Έτσι έχει ξαναζεστάνει την ξινισμένη σούπα της Ταξικότητας και επιχειρεί δια της βίας να την επιβάλει ως ιδεολογία και μέθοδο λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Αποτέλεσμα αυτής της εμμονικής ψυχαναγκαστικής κατάστασης στην οποία θύματα και θύτες είναι τα ίδια πρόσωπα , δηλαδή το ΠΓ του ΚΚΕ , η Κεντρική του Επιτροπή και τα σχήματα που έχει κατασκευάσει στους κοινωνικούς χώρους ( εργατικό χώρο, τοπική αυτοδιοίκηση κλπ) , παρατηρείται το εξής φαινόμενο που και αυτό πάλι δεν είναι σε θέση το ΚΚΕ και ο Γ. Γραμματέας του να το ερμηνεύσουν ή να το υποψιαστούν τουλάχιστο. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων που έχουν ή και δεν έχουν κάποια συνδικαλιστικής σχέση με αυτό που λέμε οργανώσεις εργαζομένων, παραδέχονται πως οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ – ΚΚΕ είναι αγωνιστικές, είναι πολυπληθείς , οργανωμένες συλλογικότητες που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης και εναντίον των εργοδοτών, αλλά . Αλλά ούτε συμπαρατάσσονται μαζί τους, ούτε ψηφίζουν στις εκλογικές συνελεύσεις των σωματείων τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, ούτε στο επίπεδο των κορυφαίων πολιτικών επιλογών, όπως οι βουλευτικές εκλογές, δεν συναθροίζονται στους ψηφοφόρους του κόμματος.
Και αυτό εξηγείται επειδή η ταξική συγκρότηση δεν κατάφερε να δημιουργήσει εκείνον τον άλλο κόσμο ευημερίας και ασφάλειας που υποσχόταν μέσα σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον συγκρούσεων και ανισοτήτων.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΆ ΚΙΝΗΜΑΤΑ- ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
Καθώς προχώρησαν τα πράγματα και αδυνάτισαν οι συνεκτικοί κοινωνικοί δεσμοί μέσα στα συνδικάτα αλλά και στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών εξ’ αιτίας της αδυναμίας σε σχέση με τις προηγούμενες παραδοσιακές «ικανότητες» των συνδικαλιστικών ηγεσιών , που έδιναν άμεσες και στέρεες λύσεις, τότες που είχαν αναπτυχθεί ειδικές σχέσεις με την κυβερνητική εξουσία, και που τώρα αποτελούσαν θλιβερό παρελθόν, σύντομα εκδηλώθηκαν σημάδια αύξουσας αποδιοργάνωσης εντός του εργατικού πληθυσμού, αλλά και στο επίπεδο πολιτικών επιρροών υπήρξαν σοβαρές μετατοπίσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την μετατόπιση μεγάλου συνόλου εργαζομένων προς άλλες μορφές αντιμετώπισης και λύσης των προβλημάτων τους, είτε στο ατομικό επίπεδο (απομονωτισμός) είτε προσφυγής σε συλλογικότητες που φαινομενικά τους έδιναν μια διέξοδο. Και καθώς μπαίναμε στον αστερισμό της οικονομικής κρίσης ήταν επόμενο πως η σύγκριση των προηγούμενων περιόδων σε συνδυασμό με την ανάγκη περισσοτέρων απεργιακών κινητοποιήσεων αλλά ταυτόχρονα και το ξεγύμνωμα της δυναμικής και των επιρροών προς τη κεντρική εξουσία των συνδικαλιστικών ηγεσιών, οδήγησαν σε μεγαλύτερες αποστρατεύσεις των συνδικαλισμένων από τις οργανώσεις τους, διαπιστώθηκαν περισσότερες ενδοσυνδικαλιστικές συγκρούσεις και αναπτύχθηκαν καταστάσεις εμφυλιοπολεμικές που βόλεψαν τόσο την Πολιτική όσο και την οικονομική εξουσία.
Εκείνο που δεν έχει μελετηθεί σε αυτό το επίπεδο, αλλά έχει λυθεί στο επίπεδο της Κοινωνιολογίας, και που ουσιαστικά είναι το θεμελιακό αίτιο των ενδοσυνδικαλιστικών συγκρούσεων ανάμεσα στις παρατάξεις με θύματα τις οργανώσεις και τους ίδιους τους εργαζόμενους, είναι πως υφίστανται διαφορές μεταξύ των Κοινωνικών κινημάτων , που σαν παράδειγμα τέτοιων διαφορών, και που αυτό μας ενδιαφέρει σε αυτήν την συζήτηση, συγκαταλέγονται το εργατικό κίνημα, και το συνδικαλιστικό. Μεταξύ τους υφίσταται ένας ανταγωνισμός επικράτησης που όμως δημιουργεί μια σύγχυση στην διατύπωση θεμελιακών όρων , στην αποσαφήνιση ορισμών και τακτικής της δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Στο μεν εργατικό κίνημα μεταξύ των χαρακτηριστικών του σπουδαίο ρόλο παίζει η διάσπαση των κανονιστικών ορίων του συστήματος όπου η δράση του αρθρώνεται και στο δε συνδικαλιστικό που και σε αυτό η αλληλεγγύη και η συλλογική ταυτότητα είναι ίδια με το εργατικό κίνημα, προκύπτει η εξής διαφορά. Κινείται στο πλαίσιο της διατήρησης των κανονιστικών ορίων του συστήματος.
Το συνδικαλιστικό κίνημα στην βάση της θεώρησης τους δεν αμφισβητεί το πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, σε αντίθεση με το εργατικό που θέλει να τις ανατρέψει, αλλά διαπραγματεύεται το εύρος τους, την κατανομή των πόρων, όπως πχ την σχέση μισθών και κερδών, τις συνθήκες παραγωγής και ασφάλειας για τους συντελεστές εργαζόμενους κλπ.
Από την άλλη το εργατικό κίνημα βρίσκετε ιδεολογικά σε μια συνεχή σύγκρουση που στοχεύει στον επανακαθορισμό των δομημένων σχέσεων εξουσίας και αλληλεξάρτησης έναντι του αντιπάλου του. Αυτή η σύγκρουση εκδηλώνεται μέσα από τη διάσπαση των κανονιστικών ορίων του συστήματος όπου τοποθετείται η δράση, δηλαδή, από την αμφισβήτηση των υφιστάμενων αξιών και κανόνων που
οργανώνουν τις κοινωνικές σχέσεις, ως σχέσεις κυριαρχίας.
Στην διαμορφωμένη ήδη ανταγωνιστική σχέση όπως τη περιέγραψα πιο πάνω, βρίσκεται και πολιτική εκμετάλλευση από την μεριά του ΚΚΕ και η πολιτική σύγκρουσης και διάσπασης στο εσωτερικό των συνδικαλιστικών οργανώσεων για την μετακίνηση των σφαιρών επιρροής προς το κόμμα που αντιλαμβάνεται τι οργανώσεις ως δικαιωματική ιδιοκτησία του, επειδή θεωρεί πως μόνο αυτό είναι ο αυθεντικός εκπρόσωπος της εργατικής πάλης, της εργατική σύγκρουσης με το κεφάλαιο και του επανακαθορισμού των σχέσεων εξουσίας όπως ήδη έχουν διαμορφωθεί από την υπεροχή του Καπιταλιστικού τρόπου πάνω στην παραγωγή.
ΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ για την ΕΞΟΥΣΙΑ
Ένας δεύτερος πυλώνας που δικαιολογεί την ανυποληψία που έχουν πέσει οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι ηγεσίες τους, έχει μια ιστορική διαδρομή ανταγωνισμών σε όλα τα επίπεδα επιρροών και εξουσίας. Η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο σχολές σκέψης που πριν εμφανιστεί η ΔΑΚΕ, μονοπωλούσαν την συνδικαλιστική συγκρότηση , το μέγεθος της οργανικής σύνθεσης των δευτεροβαθμίων οργανώσεων , την ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα των οργανώσεων και των μελών τους. Παρατηρώντας την εξελικτική και ανταγωνιστική πορεία ανάμεσα στην ΠΑΣΚΕ και την ΕΣΑΚ από την βαπτισμένη ως περίοδο μεταπολίτευσης ( Ουσιαστική μεταπολίτευση υπήρξε το 1981) μέχρι και σήμερα, παρατηρούμε μια άνιση κατανομή εξουσίας και «κερδών» επιρροής στο επίπεδο των εργατικών συνδικαλισμένων μαζών που έχει να κάνει περισσότερο με την ιδεολογικοπολιτκή θέση του ΚΚΕ, της άρνησης δηλαδή να αποδεχτεί την ευθύνη του κυβερνητικού διαχειριστή του Κράτους και επομένως να επιλύσει σειρά θεμελιακών προβλημάτων για τους εργαζόμενους κάτι, που πάνω σε αυτό και ανταγωνιστικά προς το ΚΚΕ, επένδυσε ολόκληρη η στρατηγική ΠΑΣΟΚ σε σύγκρουση με την αντίστοιχη Στρατηγική της Δεξιάς και της Νέας Δημοκρατίας. Αυτή η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δύο παρατάξεις είχε ως αποτέλεσμα την εκτόπιση των συνδικαλιστικών δυνάμεων της ΕΣΑΚ, που αργότερα ονομάστηκε ΠΑΜΕ, από τις πρώτες θέσεις που δημιουργούσαν και ηγεμονισμό στον συνδικαλιστικό κορμό συγκρότησης του οργανωμένου εργατικού δυναμικού. Αυτή λοιπόν η ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις που ενισχύθηκε από την «διαμεσολάβηση» και της ΔΑΚΕ ,δημιούργησαν ένα όξινο περιβάλλον εχθρικών σχέσεων που οδήγησε σε μεγάλο ποσοστό τους μεν εργαζόμενους έξω από τα συνδικάτα τις δε ηγεσίες σε καθεστώς αναξιοπιστίας, εκμαυλισμού συνειδήσεων, υπόγειων και ίσως και ύποπτων συναλλαγών με οργανωμένες ομάδες εξουσίας και ενός νέου εργατοπατερισμού. Σε αυτόν μπορούμε εν μέρη να απευθυνθούμε για να κατανοήσουμε και το μέγεθος των εκατέρωθεν ύβρεων, της εκατέρωθεν νοθείας εκλογής συνδικαλιστικών αντιπρόσωπων στα συνέδρια των οργανώσεων, των προπηλακισμών , των καταλήψεων χώρων και διαδικασιών κλπ. Το άλλο μέρος είναι το ΚΚΕ, οι αντιλήψεις του και ο ρόλος του που δικαιολογείται ως ειρηνική συνύπαρξη με τον Καπιταλισμό.
Τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης , δηλαδή της κρίσης αξιοπιστίας των συνδικαλιστικών ηγεσιών που προηγήθηκε, στο επίπεδο έκφρασης των δυνάμεων εκπροσώπησης των συνδικαλισμένων ήταν οδυνηρά. Η ΕΣΑΚ ( ΠΑΜΕ) υποχώρησε από την δεύτερη θέση που κατείχε στην ιεραρχία της ΓΣΕΕ στην τρίτη θέση, χάνονταν οριστικά το αξίωμα του Γεν. Γραμματέα της Συνομοσπονδίας. Και η συνέχεια αυτής της εξέλιξης ήταν να χάσει παντού , σχεδόν σε όλες τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις την δεύτερη θέση και να αλλάξει στάση συμπεριφοράς. Πρώτη κίνηση,να μην δεχτεί να συμμετάσχει στο Προεδρείο, δηλαδή να καταλάβει το αξίωμα του Αντιπροέδρου που αναλογούσε στην δύναμη καταγραφής τους.
Είναι ουσιαστικά η στιγμή που η ΕΣΑΚ ( ΠΑΜΕ) και το ΚΚΕ αποφασίζουν να διασπάσουν το εργατικό κίνημα και να επενδύσουν πλέον στην παλιά θεωρία της ταξικότητας και στην κατηγορία σε βάρος των άλλων παρατάξεων, ως όργανα εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού. Μια κατηγορία, που δεν είχε σταματήσει να απαντιέται στην έκφραση λόγου σε βάρος των άλλων παρατάξεων, ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ, αλλά που δεν εμπόδιζε ούτε τις από κοινού συγκεντρώσεις για την Πρωτομαγιά ή σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Τώρα, ξαφνικά , ανακάλυψαν πως αυτοί ήταν οι καθαροί κι οι άλλοι οι λιγδιάρηδες.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Η έξοδος από την κρίση των μνημονίων και η δημιουργία μας πλασματικής εικόνας «ανεξαρτησίας» και»απελευθέρωσης» του Κράτους και ων θεσμικών υποστάσεων του που όλα αυτά μαζί συγκροτούν εκείνο που ονομάζουμε Πολιτικό Σύστημα, έχει επιφέρει μια καινούργια κρίση στο επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης, έκφρασης, αντιπροσώπευσης που θα έχει επιπλέον οδυνηρά αποτελέσματα στην οικονομία.
Οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις πολιτικές συγκροτημένες δυνάμεις στο επίπεδο κοινοβουλευτικής εξουσίας και εξουσίας πάνω στην οικονομία, έχουν επιπτώσεις και στις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα συνδικάτα και τους εργοδότες, ανάμεσα στις συνδικαλιστικές παρατάξεις και τις οργανώσεις, ανάμεσα στις σφαίρες πολιτικής επιρροής και στην επανάκτηση ηγεμονικών θώκων τώρα ειδικά, που την θέση ΠΑΣΟΚ καταλαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΠΑΣΚΕ ετοιμάζεται ουσιαστικά να κατέβει από την θέση του μηχανοδηγού, αν και εφόσον τεθεί εκτός κοινοβουλίου το ΚΙΝΑΛ, πρώην ΠΑΣΟΚ.
Το ΚΚΕ επιθυμεί να μην αφήσει τα περιθώρια, τα λάθη δηλαδή της περιόδου Κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ, στον ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτηθεί κι ως αξιωματική συνδικαλιστική επιρροή με την ενδεχόμενη αλλαγή στην κυβερνητική εξουσία. Έτσι κεντρικό του σύνθημα, κεντρική του πολιτική συγκρουσιακή γραμμή δεν είναι η γραμμή σύγκρουσης με του καπιταλιστές αλλά με τον οργανωτικό , πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο και επιτήρηση του συνδικαλιστικού κινήματος σε όλα τα επίπεδα εξουσιαστικής συγκρότησης. Αν δηλαδή καταφέρει να ποδηγετήσει πολιτικά, οργανωτικά και ιδεολογικά την ΓΣΕΕ και τις περισσότερες Ομοσπονδίες και τα περισσότερα Εργατικά Κέντρα θα είναι σε θέση να διαπραγματευτεί νέες σχέσεις εξουσίας για τον εαυτόν του χρησιμοποιώντας τους εργαζόμενους και τις οργανώσεις τους.
βοηθήματα : Θεωρίες κοινωνικών κινημάτων ( Ν.Γ. Σερντεδάκις, επίκουρος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης)